Μεφιστοφελής

Μεφιστοφελής
και Μεφιστοφηλής και Μεφίστο, ο
διαβολικό πνεύμα που παρεμβαίνει στις αποδόσεις τού θρύλου τού Φάουστ και ιδιαίτερα στην τραγωδια Φάουστ τού Γκαίτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Μephistopheles, όνομα τού διαβόλου στον Φάουστ τού Γκαίτε. Ο τ. Μεφιστοφηλής μαρτυρείται από το 1887 στον Αρ. Προβελέγγιο στη μετάφραση τού Φάουστ. Άλλοι μετέφρασαν Μεφιστοφέλης, ενώ ο Αλ. Ραγκαβής Μεφιστοφελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • μεφιστοφελισμός — ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα 2. διαβολικότητα, σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μπόιτο — (Boito). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στις τέχνες. 1. Αρίγκο (Arigo, Πάντοβα 1842 – Μιλάνο 1918). Συνθέτης, ποιητής, λιμπρετίστας, μουσικός και θεατρικός κριτικός. Υπήρξε, μαζί με τον Εμίλιο Πράγκα, από νέος, μια …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευάς, Νικόλαος — (Κωνσταντινούπολη 1888 – Αθήνα 1959). Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1908 στις Σέρρες, με τον θίασο του Ν. Κόκκου. Μετά συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Ροζ. Νίκα, Αικ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”